Είστε εδώ: Homepage > Θεραπείες > Προεμφυτευτικός Γενετικός Έλεγχος & Διάγνωση

Προεμφυτευτικός Γενετικός Έλεγχος & Διάγνωση

Οι σημαντικές εξελίξεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, της μοριακής βιολογίας και η ταυτόχρονη βελτίωση των τεχνικών της κυτταρογενετικής έχουν δώσει άλλη διάσταση στον τομέα της διάγνωσης κληρονομικών και γενετικών ασθενειών.

Περισσότερα

pgd

Από το 1990 είναι δυνατό να γίνει γενετικός έλεγχος στα έμβρυα πριν την εμφύτευσή τους στη μήτρα! Η μέθοδος ονομάζεται Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση / Έλεγχος και αποτελεί, πλέον, ένα ισχυρό όπλο για τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν αυξημένη πιθανότητα να κληροδοτήσουν κάποια γενετική ασθένεια στα παιδιά τους.

Οι γενετικές πληροφορίες ή αλλιώς τα γονίδιά μας βρίσκονται στο DNA μας, στα χρωμοσώματά μας. Κάθε φυσιολογικό κύτταρο έχει 46 χρωμοσώματα (23 ζευγάρια). Μετά από τη γονιμοποίηση τα φυσιολογικά έμβρυα έχουν 23 χρωμοσώματα από το σπερματοζωάριο και 23 χρωμοσώματα από το ωάριο. Στην περίπτωση που το έμβρυο έχει ένα χρωμόσωμα λιγότερο ή ένα χρωμόσωμα περισσότερο ονομάζεται ανευπλοειδικό και είναι παθολογικό. Με τη βοήθεια της μεθόδου αυτής και με πρωτοστάτη τον Alan Handyside και τους συνεργάτες του, έχουν γεννηθεί αρκετές χιλιάδες υγιών παιδιών σε όλο τον κόσμο.

Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση χωρίζεται σε 2 τύπους:

• στη διάγνωση που σχετίζεται με ασθένειες γονιδιακού τύπου

• στον έλεγχο που σχετίζεται με χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Από τη διάγνωση που σχετίζονται με ασθένειες γονιδιακού τύπου μπορούν να επωφεληθούν ζευγάρια που και οι δύο είναι φορείς συγκεκριμένου γενετικού νοσήματος (π.χ. a or b-thalassemia).

Ο έλεγχος για χρωμοσωμικές ανωμαλίες αφορά στις αριθμητικές ανωμαλίες και στις δομικές αλλοιώσεις των χρωμοσωμάτων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα σημαντικό έλεγχο, καθώς είναι γνωστό ότι οι πιθανότητες για χρωμοσωμικές ανωμαλίες (π.χ Σύνδρομο Down) αυξάνονται με την ηλικία της γυναίκας.

Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις ανωμαλιών της δομής των χρωμοσωμάτων (αναστροφή ή μετατόπιση χρωμοσωμικού υλικού) που είναι ανεξάρτητες από την ηλικία. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ζευγαριών που ο κάθε ένας ή και οι δύο μαζί, φέρουν κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία (όχι απαραίτητα την ίδια). Η ανωμαλία αυτή, που δεν εκφράζεται στους ίδιους, ενδέχεται να οδηγεί σε καθ’ έξιν αποβολές ή σε επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ο προεμφυτευτικός έλεγχος για τέτοιου είδους χρωμοσωμικές ανωμαλίες λειτουργεί προληπτικά, προφυλάσσοντας το ζευγάρι τόσο σε ψυχολογικό όσο και σωματικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, εξοικονομεί χρόνο και έξοδα.

Οι όροι Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) και έλεγχος (PGS) έχουν αντικατασταθεί από τον Προεμφυτευτικό Γενετικό Έλεγχο (PGT).
Αυτές περιλαμβάνουν:
PGT για ανευπλοϊδίες (PGT-A)
PGT για μονογονιδιακές/μεμονωμένες γενετικές ανωμαλίες (PGT-M)
PGT για χρωμοσωμικές δομικές αναδιατάξεις (PGT-SR).
*According to The International Glossary on Infertility and Fertility Care, 2017.

Γενικά ο PGT εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως:

• Αποτυχίες εξωσωματικής γονιμοποίησης

• Επαναλαμβανόμενες αποβολές

• Προχωρημένη ηλικία της μητέρας

• Επιλογή φύλου

• Φορείς μετάλλαξεων

• HLA matching

• Χρωμοσωμικές ανωμαλίες

• Ανεξήγητη στειρότητα

• Κληρονομικές γενετικές διαταραχές

• Ιστορικό χρωμοσωμικά μη φυσιολογικού παιδιού ή εγκυμοσύνης

Βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον PGT (PGT-A / PGT-M)

pgd1

Για την ΠΓΔ δύο είναι οι βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται. Η πρώτη είναι η λεγόμενη Fluorescent in situ hybridization (FISH) και η δεύτερη η λεγόμενη Polymerase chain reaction (PCR).
Η πρώτη τεχνική (FISH) χρησιμοποιείται για να μπορέσει να διαγνώσει αριθμητικού τύπου προβλήματα (ανευπλοειδίες) στα χρωμοσώματα (περισσότερα ή λιγότερα από το φυσιολογικό. Η δεύτερη τεχνική (PCR) έχει κυρίως χρήση σε περιπτώσεις που κάποιο άτομο αντιμετωπίζει προβλήματα σε επίπεδο γονιδίων.
Τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί και άλλη μία σημαντική τεχνική ανάλυσης του ονομάζεται Array Comparative Genomic Hybridization (a – CGH). Αυτή η τεχνική ή κάποιες παραλλαγές της τείνουν να αντικαταστήσουν τις δύο προηγούμενες γιατί εκτός του ότι μας δίνει δομικές πληροφορίες για προβλήματα στα χρωμοσώματα ταυτόχρονα μπορεί να γίνει και διάγνωση συγκεκριμένων γονιδιακών μεταλλάξεων.

Τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιείται η λεγόμενη επόμενης γενιάς αλληλουχιση (NGS) και είναι η νέα τεχνολογία για τον ολοκληρωμένο έλεγχο των χρωμοσώματος των εμβρύων εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η τεχνική NGS πρόκειται πιθανώς να αντικαταστήσει τις άλλες τεχνολογίες ως κυρίαρχη μέθοδο για τον γενετικό έλεγχο εμβρύων εξωσωματικής λόγω του χαμηλότερου κόστους και των μειωμένων λαθών.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι για ένα επιτυχημένο πρόγραμμα Προεμφυτευτικής Γενετικής Διάγνωσης απαιτείται αρμονική συνεργασία πολλών ειδικοτήτων, όπως γιατρών, κλινικών εμβρυολόγων, ψυχολόγων και γενετιστών. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η γενετική συμβουλευτική από ειδικούς προς το ζευγάρι.

Το ζευγάρι που θα καταφύγει στην Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση θα πρέπει να περάσει πρώτα τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, έστω και αν έχει αποδεδειγμένη γονιμότητα. Η διαδικασία ακολουθείται προκείμενου να δημιουργηθούν, σε συνθήκες εκτός σώματος, τα έμβρυα τα οποία θα υποβληθούν σε έλεγχο. Όταν τα έμβρυα είναι τριών ημερών και έχουν φτάσει στο στάδιο των 6 με 8 κυττάρων, γίνεται η βιοψία, κατά την οποία, σε συνθήκες εργαστηρίου, αφαιρούνται μικροχειρουργικά 1 έως 2 κύτταρα από το κάθε έμβρυο. Η συγκεκριμένη διαδικασία μπορεί επίσης να γίνει και όταν τα έμβρυα φτάσουν στο στάδιο της βλαστοκύστης την πέμπτη ημέρα της γονιμοποίησης όπου υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν πολύ περισσότερα κύτταρα από το κάθε έμβρυο. Τα κύτταρα που λαμβάνονται έχουν το ίδιο γενετικό υλικό με το έμβρυο από το οποίο προήρθαν και είναι αυτά στα οποία γίνεται η επεξεργασία και η διάγνωση για την εκάστοτε ασθένεια. Τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1-2 μέρες μετά από τη βιοψία). Η επιλογή των εμβρύων γίνεται με βάση τη διάγνωση και μόνο τα υγιή έμβρυα (που δεν θα εκφράζουν την ασθένεια) θα περάσουν σε διαδικασία εμβρυομεταφοράς εξασφαλίζοντας στο ζευγάρι υψηλά ποσοστά επιτυχίας και ασφάλειας.

Πλεονεκτήματα της Προεμφυτευτικής Γενετικής Διάγνωσης

Τα πλεονεκτήματα της Προεμφυτευτικής Γενετικής Διάγνωσης είναι πολλά. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται:

• Μια εναλλακτική λύση στον προγεννητικό διαγνωστικό έλεγχο. Τα ζεύγη αποφεύγουν το κίνδυνο που συνδέεται με τη διάγνωση, ιδιαίτερα εάν είναι προχωρήμενη εγκυμοσύνη.

• Μια εναλλακτική λύση για την διακοπή της εγκυμοσύνης. Ζευγάρια για τα οποία η επιλογή της προγεννητικής δοκιμής και διακοπής δεν είναι μια αποδεκτή επιλογή και δεν θέλουν να αναλάβουν τον κίνδυνο ενός παιδιού που έχει ένα γενετικό πρόβλημα.

Μειώνει τον κίνδυνο πολύδυμης εγκυμοσύνης, εντοπίζοντας υγιή έμβρυα για εμφύτευση.

• Η διαδικασία έχει ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό επιτυχίας του προσδιορισμού γενετικών ασθενειών και χρωμοσωμικών προβλημάτων.

Πολλά ζευγάρια δεν γνωρίζουν ότι είναι φορείς για γενετικές ασθένειες μέχρι να αποκτήσουν ένα παιδί με εκ γενετής ανωμαλία.

Καθώς μια γυναίκα γερνά, είναι πιο πιθανό να αποκτήσει ένα παιδί με χρωμοσωμικό πρόβλημα λόγω της μειωμένης ποιότητας των ωαρίων. Με το PGT μπορεί να το αποφύγει αυτό. Με τη γήρανση των ωαρίων των γυναικών αυξάνεται και ο αριθμός των μεταλλάξεων κάποιον γονιδίων και κατά συνέπεια, η συχνότητα εμφάνισης των εμβρύων με τον παθολογικό γονότυπο αυξάνεται.

Γυναίκες με επαναλαμβανόμενες αποβολές. Μπορεί να συνδεθεί με χρωμοσωμικές ανωμαλίες του ανδρός ή των γαμετικών κυττάρων της γυναίκας.

Ζευγάρια με αυτοσωμική κυρίαρχη νόσο ή άτομα που έχουν αλλαγές στη δομή των χρωμοσωμάτων.

Ζευγάρια με επαναλαμβανόμενη αποτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Βελτιωμένη επιλογή εμβρύων. Μόνο τα έμβρυα που δεν παρουσιάζουν ανωμαλίες όσον αφορά τον αριθμό των χρωμοσωμάτων θα οδηγήσουν στη γέννηση ενός υγιούς παιδιού. Ως εκ τούτου, όταν εργαζόμαστε με καλά έμβρυα, όταν εφαρμόζονται τεχνικές PGT, είμαστε σε θέση να επιλέξουμε χρωμοσωμικά φυσιολογικά έμβρυα και να αποκλείσουμε εκείνα που δεν θα ήταν ποτέ ικανά να οδηγήσουν στη γέννηση ενός υγιούς παιδιού, ακόμη και όταν η εμφάνισή τους υποδηλώνει ότι είναι έμβρυα καλής ποιότητας.

Αποφεύγει τη μεταφορά εμβρύων που δεν εμφυτεύονται. Ορισμένες χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι ασύμβατες με τη ζωή και εμποδίζουν το έμβρυο να αναπτυχθεί κατά τα πρώτα του στάδια και ακόμη και να εμφυτευθεί στη μήτρα της μητέρας. Με το PGT τα έμβρυα αυτού του είδους μπορούν να αποκλειστούν, βελτιστοποιώντας έτσι τον αριθμό των μεταφορών.

Αποφεύγει τη μεταφορά εμβρύων που θα οδηγήσει σε απώλεια εγκυμοσύνης.

Αποφεύγει τη γέννηση παιδιών με ποικίλα σύνδρομα. Εντός του εύρους των πιθανών χρωμοσωμικών ανωμαλιών, μερικές είναι λιγότερο επιβλαβείς για το έμβρυο και του επιτρέπουν να εμφυτευθεί. Εντούτοις, μπορεί να μην αναπτυχθούν σωστά κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή να οδηγήσουν στην γέννηση ενός παιδιού με διάφορα σύνδρομα όπως το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Patau ή το σύνδρομο Edwards. Με το PGT σημαίνει ότι τα έμβρυα που θα είναι η αιτία των καταστάσεων αυτού του είδους μπορεί να αποκλειστεί.

Μειώνει το χρόνο που απαιτείται για να μείνετε έγκυος. Με τη χρήση του PGT, είμαστε σε θέση να αποφύγουμε τη μεταφορά εμβρύων που δεν θα οδηγήσουν στη γέννηση ενός υγιούς παιδιού, δεδομένου ότι θα έχουν αποκλειστεί με τη χρήση της τεχνικής. Δεδομένου ότι γνωρίζουμε ποια έμβρυα θα οδηγήσουν σε πλήρη εγκυμοσύνη, “ο χρόνος δεν χάνεται” μεταφέροντας έμβρυα που θα σταματήσουν την ανάπτυξη τους και δεν θα οδηγήσουν στη γέννηση ενός υγιούς παιδιού.

Μειώνει την οικονομική επιβάρυνση. Η προσθήκη μιας νέας ανάλυσης στη διαδικασία θα μπορούσε να είναι ενδεικτική της αύξησης του κόστους. Ωστόσο, μια σε βάθος γνώση των χαρακτηριστικών κάθε εμβρύου σημαίνει ότι τα έμβρυα που φαίνεται να είναι υγιή, αλλά τα οποία, στην πραγματικότητα, δεν είναι υγιή από γενετική άποψη δεν καταψύχονται και ούτε αποθηκεύονται. Έτσι, το κόστος της μεταφοράς κατεψυγμένων εμβρύων που δεν θα οδηγήσει σε εγκυμοσύνη αποφεύγεται.

Θετική επίδραση στην γενικότερη ευεξία. Χρησιμοποιώντας το PGT σημαίνει ότι η αβεβαιότητα που περνούν οι ασθενείς μειώνεται. Αφενός, έχουν την εγγύηση της υγείας του εμβρύου τους και ότι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας έχει χρησιμοποιηθεί για να διασφαλιστεί αυτό. Από την άλλη, ο κίνδυνος απώλειας εγκυμοσύνης μειώνεται και αυτό μειώνει το συναισθηματικό στρες, ιδιαίτερα στην περίπτωση ασθενών που έχουν ήδη περάσει από αυτό.

Αυξάνει την εμφύτευση εμβρύων εξωσωματικής γονιμοποίησης και τα ποσοστά γεννήσεων. Implantation rates were statistically significantly higher (66.4% vs 47.9%). Delivery rates per cycle were also statistically significantly higher (84.7% vs 67.5%).

Μερικές από τις πιο συχνά ασθένειες που διαγιγνώσκονται με PGD είναι:

• Cystic fibrosis

• b-thalassemia

• Fanconi Anaemia

• Sickle cell disease

• Spinal muscular atrophy type 1

• Myotonic dystrophy

• Huntington’s Disease

• Fragile X syndrome

• Duchenne muscular Dystrophy

• X-linked Disease

• Single genes disorder

• Haemophilia A

Περιορισμοί της τεχνικής

  • Ακύρωση εμβρυομεταφοράς

Μετά από τη διαγνωστική διαδικασία είναι δυνατόν όλα τα έμβρυα να είναι χρωμοσωμικά παθολογικά. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια δεν επακολουθεί εμβρυομεταφορά.
Σε περίπτωση ατελούς διάγνωσης ή μη διάγνωσης σε κάποια έμβρυα λόγω τεχνικών ή άλλων προβλημάτων, η απόφαση για πιθανή μεταφορά τους θα ληφθεί ύστερα από λεπτομερή ενημέρωση του ζευγαριού.

  • Κίνδυνος κατά τη διαδικασία βιοψίας εμβρύων

Ανεξάρτητα από την εμπειρία των εμβρυολόγων που διενεργούν τη βιοψία, πάντα υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος κάποιο έμβρυο, ιδιαίτερα αν είναι ποιοτικά υποδεέστερο, να εκφυλιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αν και αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ μικρός (λιγότερο από 1%).

  • Λάθος διάγνωση

Όλα τα κύτταρα μέσα σ’ ένα έμβρυο πρέπει να έχουν τον ίδιο αριθμό χρωμοσωμάτων. Είναι όμως γνωστό ότι μερικά έμβρυα έχουν ένα ή περισσότερα κύτταρα με διαφορετικό αριθμό χρωμοσωμάτων από τα υπόλοιπα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «μωσαϊκισμός». Έτσι, είναι πιθανόν το κύτταρο που επιλέχθηκεpgd για ανάλυση να μην είναι αντιπροσωπευτικό του υπόλοιπου εμβρύου. Αυτό οδηγεί σε εσφαλμένη διάγνωση. Γι’ αυτόν το λόγο συμβουλεύουμε τα ζευγάρια σε περίπτωση εγκυμοσύνης να υποβληθούν και στον κλασικό προγενετικό έλεγχο (π.χ. αμνιοπαρακέντηση ή βιοψία λάχνης).

  • Κίνδυνος αποβολής

Το PGS αναπτύχθηκε για να μειώσει την πιθανότητα αποβολής σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών. Δεδομένου όμως ότι δεν αναλύουμε και τα 23 ζευγάρια των χρωμοσωμάτων στο έμβρυο, είναι δυνατόν ακόμη και μετά από το PGS η ασθενής να αποβάλει λόγω ανωμαλιών στα χρωμοσώματα που δεν έχουν εξεταστεί.