Είστε εδώ: Homepage > Υπογονιμότητα > Ποσοστά επιτυχίας Σπερματέγχυσης & Εξωσωματικής Γονιμοποίησης

Ποσοστά επιτυχίας Σπερματέγχυσης & Εξωσωματικής Γονιμοποίησης

Πολλοί ασθενείς πιστεύουν ότι το ποσοστό επιτυχίας εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι 70-80% ή και περισσότερο. Φυσικά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα ποσοστά επιτυχίας επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αιτιών υπογονιμότητας αλλά και των εξειδικευμένων τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την επίλυση του προβλήματος.

Η σπερματέγχυση (IUI)

success

Με τη διαδικασία της σπερματέγχυσης (IUI) το ποσοστό επιτυχίας είναι περίπου 15-18%. Η σπερματέγχυση λοιπόν δεν είναι πανάκεια, αλλά προσφέρει σημαντικά αυξημένα ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τη σεξουαλική επαφή.
Αν συνυπολογίσουμε το σχετικά χαμηλό κόστος της σπερματέγχυσης, την ευκολία της ως μεθόδου, την επαναληψιμότητά της και το γεγονός ότι είναι μη επεμβατική για τη γυναίκα, βλέπουμε πως τα ποσοστά επιτυχίας που παρέχει είναι ικανοποιητικά.

Συνήθως θα χρειαστούν τουλάχιστον 3 κύκλοι σπερματέγχυσης προκειμένου να έχουμε καλές πιθανότητες επιτυχίας.

Η Εξωσωματική Γονιμοποίηση (IVF)

IVF-IUI-success

Η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης για τα περισσότερα ζευγάρια σημαίνει πολλά έξοδα, στρες, αναμονή, και φυσικά ιατρική επέμβαση. Το κυριότερο όμως είναι πως πολλοί πιστεύουν ότι τα ποσοστά επιτυχίας της IVF είναι εξαιρετικά υψηλά και ότι το πιθανότερο είναι πως το τέλος της θεραπείας θα τους έχουν ένα παιδί στην αγκαλιά τους.

Με δεδομένο λοιπόν τον αριθμό εμβρύων που νόμιμα μπορούν να μεταφερθούν στη μήτρα κατά τη διαδικασία της εμβρυομεταφοράς, το τελικό δηλαδή στάδιο της IVF, το ποσοστό επιτυχίας κυμαίνεται μεταξύ 45-48%.

Τι πραγματικά σημαίνει αυτό το νούμερο;

Το νούμερο αυτό κατ’ αρχήν αναφέρεται σε γυναίκες ηλικίας μέχρι 35 ετών. Μετά από αυτήν την ηλικία τα ποσοστά επιτυχίας αρχίζουν να πέφτουν κάθε χρόνο για να φτάσουν σε γυναίκες 40 ετών γύρω στο 12% και να πέσουν εν συνεχεία ακόμα πιο πολύ και να καταλήξουν στο 1-3% στα 44 χρόνια.

success_failure

Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως τα ποσοστά αυτά, όπως και αυτά που θα ακολουθήσουν, αναφέρονται στο μέσο όρο των γυναικών ανεξάρτητα από τα επίπεδα των ορμονών τους, τις ανατομικές ιδιαιτερότητες, τις προηγούμενες προσπάθειες και τέλος ανεξάρτητα από την ποιότητα του σπέρματος. Κάθε ζευγάρι δηλαδή έχει τα δικά του ποσοστά επιτυχίας, τα οποία όμως είναι αδύνατον να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Για το λόγο αυτό η εκτίμηση γίνεται κατά προσέγγιση και πάντα με βάση τα νούμερα που αναφέραμε.

Επιπλέον έχει υπολογιστεί πως το συνολικό ποσοστό επιτυχίας για μια γυναίκα (έως 35 ετών) που θα υποβληθεί σε θεραπεία 3 φορές ανέρχεται στο 70%.

Πηγή σύγχυσης αλλά και εκμετάλλευσης των ζευγαριών, μην έχοντας τις κατάλληλες γνώσεις, σχετικά με τα ποσοστά επιτυχίας είναι η πραγματική τους σημασία. Έστω ότι έχουμε μια γυναίκα 34 ετών. Το γενικό ποσοστό επιτυχίας για IVF είναι 45%. Τι σημαίνει αυτό;

Τα ποσοστά εγκυμοσύνης αναφέρονται στην επίτευξη θετικού τεστ εγκυμοσύνης (βιοχημική εγκυμοσύνη) ή στην διάγνωση καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου στο υπερηχογράφημα μερικές εβδομάδες μετά το τέλος της θεραπείας (κλινική εγκυμοσύνη). Κατά τη διάρκεια όμως των πρώτων εβδομάδων της κύησης ένα σημαντικό ποσοστό εμβρύων σταματά να αναπτύσσεται και έτσι αυτά δεν φθάνουν στο στάδιο της καρδιακής λειτουργίας. Είναι προφανές ότι το ποσοστό επιτυχίας βιοχημικής εγκυμοσύνης (biochemical pregnancy success rate) είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό της κλινικής εγκυμοσύνης (clinical pregnancy success rate).

Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα αν λάβουμε υπόψιν μας το ποσοστό επιτυχίας που βασίζεται στις γεννήσεις παιδιών από προσπάθειες εξωσωματικής (take home baby rate). Η κάθε γυναίκα που εγκυμονεί έχει δυστυχώς πιθανότητα αποβολής 15%. Το ποσοστό αυτό μειώνεται καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά και το έμβρυο μεγαλώνει, αλλά και πάλι είναι διαφορετικό για κάθε έγκυο και αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία της λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού χρωμοσωμικών ανωμαλιών.

Επιπλέον για γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση το ποσοστό αποβολής είναι ακόμη μεγαλύτερο και φθάνει το 20%. Αυτό συμβαίνει γιατί οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν πιο συχνά προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε μια εγκυμοσύνη υψηλής επικινδυνότητας (high risk pregnancy). Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως το ποσοστό που αφορά την επιτυχία της εξωσωματικής γίνεται ακόμη πιο μικρό αν αναφέρεται στην επιτυχή γέννηση ενός παιδιού.

Ακόμη πιο πολύπλοκη γίνεται η κατάσταση αν σκεφθούμε ότι πολλές γυναίκες που ξεκινούν μια προσπάθεια δεν καταφέρνουν να φτάσουν στο στάδιο της εμβρυομεταφοράς. Ξεκινούν δηλαδή τη διέγερση των ωοθηκών και σταματούν γιατί:

• έχουν μειωμένη ή μηδενική ανταπόκριση στα φάρμακα,
• δεν συλλέγονται ωάρια κατά την ωοληψία (empty follicle syndrome),
• δεν επιτυγχάνεται γονιμοποίηση των ωαρίων από τα σπερματοζωάρια και άρα δεν δημιουργούνται έμβρυα (failed fertilization) και
• δεν είναι δυνατή η εμβρυομεταφορά λόγω ανατομικών δυσκολιών.

Φυσικά οι παραπάνω λόγοι δεν ισχύουν όλοι μαζί, αλλά καθένας ξεχωριστά. Για καθέναν από αυτούς όμως τα ποσοστά επιτυχίας πέφτουν. Αν δηλαδή για την εξαγωγή συμπερασμάτων και ποσοστών επιτυχίας λαμβάνονται υπ’ όψιν όλες οι γυναίκες που ξεκινούν μια προσπάθεια εξωσωματικής, τότε αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα απ’ ότι αν βασίζονται στις γυναίκες που έχουν επιτυχημένη εμβρυομεταφορά, γιατί οι τελευταίες έχουν ξεπεράσει τους κινδύνους εγκατάλειψης της προσπάθειας.

Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει η ποιότητα των εμβρύων. Όσο πιο καλή είναι η μορφολογία τους τόσο ανεβαίνει το ποσοστό επιτυχίας.

Όλα τα παραπάνω γίνονται ακόμα πιο δυσνόητα αν μπουν στην εξίσωση τεχνικές όπως η μικρογονιμοποίηση (ICSI), οι βλαστοκύστες, η τεχνητή ωρίμανση ωαρίων (IVM), ο φυσικός κύκλος εξωσωματικής (natural cycle), η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD), η χρήση κατεψυγμένων ωαρίων, σπέρματος ή εμβρύων, η υποβοηθούμενη εκκόλαψη (assisted hatching) και φυσικά τα διαφορετικά πρωτόκολλα θεραπείας (βραχύ, μακρύ, υπερμακρύ και υπερβραχύ), η χρήση αγωνιστών ή ανταγωνιστών και ανασυνδυασμένων ή ανθρώπειων γοναδοτροφινών.

Το συμπέρασμα είναι πως τα ποσοστά επιτυχίας είναι διαφορετικά για κάθε περίπτωση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Το φαινόμενο της χρήσης της στατιστικής προς όφελός μας είναι πλέον αρκετά διαδεδομένο σε πολλές επιστήμες (οικονομία, πολιτική) και πρέπει κάποιος να είναι πολύ προσεκτικός, είτε είναι ο γιατρός, είτε ο ασθενής. Στην πρώτη περίπτωση η ευθύνη της δημιουργίας αβάσιμων ελπίδων είναι σημαντική. Στη δεύτερη, το ζευγάρι έχει δικαίωμα να γνωρίζει τα πραγματικά ποσοστά επιτυχίας της προσπάθειάς του και όχι ένα αυθαίρετο νούμερο που βγαίνει μέσα από διεθνείς στατιστικές που δεν έχουν σχέση με τις ιδιαιτερότητές του, αλλά ούτε και με τη συγκεκριμένη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Τα παραπάνω δε σημαίνουν φυσικά ότι οι διεθνείς στατιστικές είναι άχρηστες. Αντίθετα οι αριθμοί που δίνουν είναι αρκετά έγκυροι γιατί βασίζονται σε μεγάλα στατιστικά δείγματα ασθενών. Είναι όμως σημαντικό να εξηγούνται τόσο τα γενικά ποσοστά επιτυχίας, όσο και αυτά που αφορούν τη συγκεκριμένη Μονάδα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης, χωρίς να παραλείπονται διαφοροποιήσεις τους λόγω ιδιαιτεροτήτων της υπογονιμότητας του ζευγαριού.

Εν κατακλείδι αυτό που πρέπει πρωτίστως να αντιληφθεί το υπογόνιμο ζευγάρι είναι πως οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν είναι πανάκεια και δεν υπόσχονται σίγουρη εγκυμοσύνη, πόσο μάλλον τεκνοποίηση. Είναι όμως ο πλέον αξιόπιστος και ασφαλής τρόπος για να προσπαθήσει κανείς να αποκτήσει παιδί και στα κατάλληλα χέρια έχει εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας, τα οποία χρόνο με το χρόνο και με την πρόοδο της επιστήμης βελτιώνονται.

Ελπίζουμε σύντομα να φτάσουμε στο σημείο να λέμε στο ζευγάρι πως με τη θεραπεία είναι πολύ πιο πιθανό να έχει επιτυχημένη εγκυμοσύνη απ’ ότι σήμερα. Σκοπός μας είναι δηλαδή να ξεπεράσουμε το 50% στην πλειοψηφία των θεραπειών, δίνοντας έτσι ένα ακόμη κίνητρο για την έναρξη της θεραπείας και κάνοντάς την ψυχολογικά πιο ήπια και οικονομικά πιο συμφέρουσα.

Πίσω στο Υπογονιμότητα